απόσβεση

απόσβεση
Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή περιοδικών (μηνιαίων, ετήσιων) δόσεων, που μπορούν να υπολογίζονται σύμφωνα με ποικίλα κριτήρια (πίνακες α.), κατά τρόπο που η α. να συμπεριλαμβάνει τόσο την επιστροφή του κεφαλαίου όσο και την πληρωμή των σχετικών τόκων. Α. του δημόσιου χρέους είναι η ελάττωση του συνολικού ποσού του χρέους αυτού από μέρους του κράτους, με την αποπληρωμή ενός ορισμένου αριθμού τίτλων, ελάττωση που γίνεται συνήθως με σκοπό να μειωθεί η επιβάρυνση που δημιουργείται στα οικονομικά του Δημοσίου από την πληρωμή τόκων γι’ αυτούς τους τίτλους. Στη λογιστική των επιχειρήσεων, α. είναι η διαδικασία με την οποία κατανέμεται σε περισσότερες ετήσιες χρήσεις η σχετική με έναν πάγιο συντελεστή παραγωγής επιβάρυνση: ενώ ορισμένοι συντελεστές παραγωγής, όπως οι πρώτες ύλες και η εργατική δύναμη, που χρησιμοποιούνται σε μια ορισμένη βιομηχανία, εκτελούν την παραγωγική τους λειτουργία μόνο μία φορά και δέχονται φυσικούς μετασχηματισμούς που τους ενσωματώνουν στο τελικό προϊόν (π.χ. το λογισμικό και η εργασία των προγραμματιστών), άλλοι συντελεστές έχουν μικρότερη ζωή, η οποία δεν εξαντλείται σε μία και μόνο παραγωγική πράξη και γι’ αυτό ακριβώς ονομάζονται πάγιοι συντελεστές (στο παράδειγμά μας, οι προσωπικοί υπολογιστές). Το κόστος των πρώτων συντελεστών μπορεί να διαπιστωθεί και να υπολογιστεί, για να συμπεριληφθεί από τον λογιστή στην τιμή του προϊόντος (τόσα προγράμματα, τόσα ημερομίσθια), αρκετά σημαντική όμως είναι και η σωστή εκτίμηση της επιβάρυνσης που αντιπροσωπεύουν οι δεύτεροι: αν και χρονικά διαρκέστεροι, οι συντελεστές αυτοί δεν είναι αιώνιοι και αφού χρησιμοποιηθούν ορισμένα χρόνια, θα πρέπει να αντικατασταθούν. Ο μη προνοητικός επιχειρηματίας, που κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων θα έχει υπολογίσει την τιμή πώλησης του προγράμματός του λαμβάνοντας υπόψη αποκλειστικά τα ποσά που πλήρωσε σε κάθε χρήση για το λογισμικό και τα ημερομίσθια των προγραμματιστών, θα μπορούσε να πιστεύει για ορισμένο χρονικό διάστημα πως έχει πραγματοποιήσει μεγάλα κέρδη· θα αναγκαστεί όμως να αλλάξει γνώμη την ημέρα που θα έχει να αντιμετωπίσει μεμιάς την τεράστια δαπάνη για την αγορά νέων υπολογιστών. Προβλέποντας την αναπόφευκτη επέλευση της στιγμής κατά την οποία θα πρέπει να ανανεωθούν ακόμα και οι πάγιοι συντελεστές, ο επιχειρηματίας οφείλει να λάβει υπόψη του στον προσδιορισμό της τιμής του προϊόντος του την ανάγκη να βάζει κατά μέρος κάθε χρόνο ένα μέρος της αξίας τους, δηλαδή ένα ποσοστό α. Οι ακριβείς μέθοδοι για τον υπολογισμό της α. είναι πολλές· αρκεί να αναφέρουμε τη σταθερή α., την αύξουσα α. και τη φθίνουσα α. Η σταθερή α., που προβλέπει τη συμμετοχή μιας σταθερής επιβάρυνσης στον σχηματισμό των κερδών των διαφόρων χρήσεων, είναι πολύ πιο απλή και χρησιμοποιείται συχνότατα. Η μέθοδος αυτή μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή από τη λογιστική μόνο αν η χρήση του σχετικού συντελεστή παραγωγής θεωρηθεί ότι γίνεται με την ίδια ένταση στις διάφορες περιόδους. Η μέθοδος της αύξουσας α. πηγάζει από τη σκέψη ότι το αγαθό χάνει ένα μέρος της αξίας του κάθε χρόνο και επομένως θα πρέπει να υπολογίζονται από χρήση σε χρήση όλο και μεγαλύτερα ποσοστά. Ανάλογα εμφανίζεται και η μέθοδος του υπολογισμού της φθίνουσας α. Καθεμία από αυτές τις μεθόδους εμφανίζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και μόνο μια βαθύτερη οικονομική και λογιστική ανάλυση μπορεί να δείξει ποια μέθοδος πρέπει να υιοθετηθεί για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση· αρκεί να επαναλάβουμε εδώ πως ο σκοπός που επιδιώκεται είναι να μπορεί ο επιχειρηματίας να διαθέσει –όταν το μηχάνημα, επειδή θα έχει υποστεί τη φυσική φθορά ή θα έχει παλιώσει, θα φτάσει στο τέρμα του βίου του– ένα χρηματικό ποσό αρκετό για να το αντικαταστήσει με ένα άλλο ίσης χρησιμότητας, για να είναι δυνατόν να συνεχιστεί απρόσκοπτα η παραγωγή. (Νομ.) Από νομική άποψη, ο όρος α. έχει μια σημασία ριζικά διαφορετική από τις προηγούμενες και εντελώς ιδιάζουσα. Για τις ενοχές γενικά, α. σημαίνει εξαφάνιση της ενοχής, που μπορεί να πραγματοποιηθεί με την καταβολή του οφειλόμενου χρηματικού ποσού ή με την κατάθεση του κινητού πράγματος (ή την πώλησή του, αν δεν είναι δεκτικό κατάθεσης). Η α. γίνεται και με ανανέωση, με συμψηφισμό, με σύγχυση ή με άφεση του χρέους. Ο όρος α. χρησιμοποιείται επίσης στις περιπτώσεις α. δικαιώματος ακύρωσης, α. δικαιώματος σύναψης της σύμβασης, υπαναχώρησης, εγγύησης, και άλλων εμπράγματων δικαιωμάτων, όπως επίσης και στην περίπτωση αξίωσης διατροφής. αποσβεστική προθεσμία. Είναι η προθεσμία μετά την πάροδο της οποίας ένα δικαίωμα εξαφανίζεται εντελώς, εφόσον δεν μεσολάβησε πράξη χρήσης ή συντήρησής του. Σκοπός του θεσμού αυτού είναι να αποφευχθεί μία κατάσταση αβεβαιότητας, που μπορεί να έχει επιζήμια αποτελέσματα για τρίτα πρόσωπα. Η αποσβεστική προθεσμία διαφέρει ουσιαστικά από την παραγραφή: ενώ η τελευταία πηγάζει μόνο από τον νόμο, η αποσβεστική προθεσμία μπορεί να προβλέπεται και από σύμβαση ή και απόφαση δικαστικής ή άλλης αρχής· αντίθετα με την παραγραφή, την αποσβεστική προθεσμία λαμβάνει αυτεπάγγελτα υπόψη του ο δικαστής και δεν προβλέπεται παραίτηση ως προς αυτήν, ούτε άλλωστε λαμβάνεται υπόψη για την αποσβεστική προθεσμία το ενδεχόμενο πταίσμα του δικαιούχου· τέλος, ενώ η παραγραφή δεν επιφέρει α. αυτού του ίδιου δικαιώματος, αλλά της αξίωσης που απορρέει από αυτό, στην περίπτωση της αποσβεστικής προθεσμίας η εξαφάνιση του δικαιώματος είναι πλήρης και, συνεπώς, αντίθετα με την παραγραφή δεν διατηρείται ούτε ως φυσική ενοχή που να μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό. Παραδείγματα αποσβεστικής προθεσμίας από τον Αστικό Κώδικα είναι η προβολή της αναγνώρισης εξώγαμου τέκνου, το δικαίωμα ακύρωσης της δικαιοπραξίας κλπ.
* * *
η (Α ἀπόσβεσις) νεοελλ.
1. βαθμιαία εξόφληση χρέους
2. μείωση της αξίας ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου, όπως απεικονίζεται στις αντίστοιχες λογιστικές εγγραφές της επιχείρησης
αρχ.
σβήσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απόσβεση — η το σβήσιμο, η εξάλειψη, η εξαφάνιση: Η απόσβεση των χρεών είναι πρωταρχικό καθήκον για μιαν υγιή επιχείρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποσβέσῃ — ἀποσβέσηι , ἀπόσβεσις extinction fem dat sg (epic) ἀποσβέννυμι extinguish aor subj mid 2nd sg ἀποσβέννυμι extinguish aor subj act 3rd sg ἀποσβέννυμι extinguish fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • εξαναγκασμένες ταλαντώσεις — Η κίνηση ενός συστήματος, ικανού να εκτελέσει ελεύθερη ταλάντωση, όταν επιδράσει σε αυτό μία εξωτερική περιοδική δύναμη. Οι ταλαντώσεις που παράγονται με αυτό τον τρόπο έχουν τη συχνότητα της εξωτερικής δύναμης και όχι τη φυσική συχνότητα… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αμορτισέρ — Διάταξη με προορισμό την ολική ή μερική απόσβεση κραδασμών που προέρχονται από κανονικές και μη κινήσεις των μηχανικών συστημάτων. (Ο όρος είναι γαλλικός, amortisseur, και αποδίδεται στα ελληνικά με τους όρους αποσβεστήρας κραδασμών, αποσβεστήρας …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”